- νοσταλγός
- ο , η1) тот, кто тоскует по родине; 2) тот, кто тоскует о прошлом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοσταλγός — ο, η αυτός που κατέχεται από νοσταλγία («νοσταλγοί τής δικτατορίας υπάρχουν και σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από νοσταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
νοσταλγός — ο αυτός που νοσταλγεί, κατέχεται από νοσταλγία: Αμετανόητοι νοσταλγοί του παρελθόντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
ρομαντικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση ή στην τεχνοτροπία τού ρομαντισμού (α. «ρομαντικός ποιητής» β. «ρομαντική σχολή» γ. «ρομαντικοί ήρωες» δ. «ρομαντική μυθιστοριογραφία») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) συναισθηματικός, νοσταλγός… … Dictionary of Greek
φιλόστροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει η αλλαγή, η ποικιλία 2. αυτός που αγαπά την επιστροφή σε έναν τόπο, νοσταλγός 3. (για σύμπτωμα) αυτός που υποτροπιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek